- οπισθοφυλακώ
- ὀπισθοφυλακῶ, -έω (Α) [οπισθοφύλαξ]1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας2. διοικώ την οπισθοφυλακή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωτοφυλακώ — νωτοφυλακῶ, έω (Μ) [νωτοφύλαξ] φυλάω τα νώτα, οπισθοφυλακώ … Dictionary of Greek